Ο καλός λύκος και η Κακοκοκκινοσκουφίτσα
Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα μικρό δάσος ζούσε ένας καλός λύκος και ο κακός του εχθρός, η Κακοκοκκινοσκουφίτσα.
Μια μέρα που ο λύκος ήθελε να πάει στη γιαγιά του μπριζόλες γιατί ήταν άρρωστη, συνάντησε στον δρόμο το κορίτσι.
-Τι είναι αυτό μέσα στο καλάθι; ρώτησε η Κακοκοκκινοσκουφί-τσα.
-Εεεμμ.... τίποτα, απάντησε ο λύκος.
Η Κακοκοκκινοσκουφίτσα άρπαξε το καλάθι από τα χέρια του λύκου και εξαφανίστηκε. Ο λύκος δεν ήξερε τι να κάνει.
-Ποπό, τι θα κάνω τώρα; Δεν έχω τι να πάω στην άρρωστη γιαγιά μου, είπε.
Η Κακοκοκκινοσκουφίτσα που ήταν κοντά, άκουσε αυτά που είπε ο λύκος, αλλά δε συγκινήθηκε. Έβαλε μάλιστα στο μυαλό της ένα κακό σχέδιο.
-Θα ντυθώ γιαγιά και θα ξεγελάσω τον λύκο, μουρμούρησε.
Έτρεξε λοιπόν προς το σπίτι της γιαγιάς του λύκου, μπήκε μέσα, έκλεισε τη γιαγιά στο ντουλάπι και ντύθηκε σαν και αυτή. Ο λύκος μπήκε στο σπίτι.
-Ποια είσαι εσύ; ρώτησε.
-Εγώ; Εγώ, παιδάκι μου, είμαι η γιαγιάκα σου, απάντησε η Κακοκοκκινοσκουφίτσα.
-Ναι, αλλά γιατί έχεις τόσο μικρά αυτιά;
-Για να μην ακούω τις χαζομάρες σου, χαζέ!
-Γιατί έχεις τόσο μικρά μάτια;
-Για να μη βλέπω τη γελοιόφατσά σου, άσχημε!
-Μα όμως γιατί έχεις τόσο μικρή μύτη;
-Για να μη σε μυρίζω βρομιάρη που έχεις να πλυθείς έναν μήνα.
Ο λύκος θύμωσε, αλλά κρατήθηκε.
Η ντουλάπα κουνιόταν, γιατί μέσα ήταν η πραγματική γιαγιά. Ο λύκος άνοιξε την πόρτα της, έβγαλε έξω τη γιαγιά, την έλυσε και την αγκάλιασε. Η Κακοκοκκινοσκουφίτσα τον λυπήθηκε και του έδωσε πίσω το καλάθι με το κρέας. Καθήσανε τότε να φάνε και οι τρεις βραδινό και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
(Λουκία)
Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα μικρό δάσος ζούσε ένας καλός λύκος και ο κακός του εχθρός, η Κακοκοκκινοσκουφίτσα.
Μια μέρα που ο λύκος ήθελε να πάει στη γιαγιά του μπριζόλες γιατί ήταν άρρωστη, συνάντησε στον δρόμο το κορίτσι.
-Τι είναι αυτό μέσα στο καλάθι; ρώτησε η Κακοκοκκινοσκουφί-τσα.
-Εεεμμ.... τίποτα, απάντησε ο λύκος.

-Ποπό, τι θα κάνω τώρα; Δεν έχω τι να πάω στην άρρωστη γιαγιά μου, είπε.
Η Κακοκοκκινοσκουφίτσα που ήταν κοντά, άκουσε αυτά που είπε ο λύκος, αλλά δε συγκινήθηκε. Έβαλε μάλιστα στο μυαλό της ένα κακό σχέδιο.
-Θα ντυθώ γιαγιά και θα ξεγελάσω τον λύκο, μουρμούρησε.
Έτρεξε λοιπόν προς το σπίτι της γιαγιάς του λύκου, μπήκε μέσα, έκλεισε τη γιαγιά στο ντουλάπι και ντύθηκε σαν και αυτή. Ο λύκος μπήκε στο σπίτι.
-Ποια είσαι εσύ; ρώτησε.
-Εγώ; Εγώ, παιδάκι μου, είμαι η γιαγιάκα σου, απάντησε η Κακοκοκκινοσκουφίτσα.
-Ναι, αλλά γιατί έχεις τόσο μικρά αυτιά;
-Για να μην ακούω τις χαζομάρες σου, χαζέ!
-Γιατί έχεις τόσο μικρά μάτια;
-Για να μη βλέπω τη γελοιόφατσά σου, άσχημε!
-Μα όμως γιατί έχεις τόσο μικρή μύτη;
-Για να μη σε μυρίζω βρομιάρη που έχεις να πλυθείς έναν μήνα.
Ο λύκος θύμωσε, αλλά κρατήθηκε.
Η ντουλάπα κουνιόταν, γιατί μέσα ήταν η πραγματική γιαγιά. Ο λύκος άνοιξε την πόρτα της, έβγαλε έξω τη γιαγιά, την έλυσε και την αγκάλιασε. Η Κακοκοκκινοσκουφίτσα τον λυπήθηκε και του έδωσε πίσω το καλάθι με το κρέας. Καθήσανε τότε να φάνε και οι τρεις βραδινό και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
(Λουκία)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μας ενδιαφέρει η γνώμη σας.